προσαναιρώ

προσαναιρώ
-έω, Α
1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον
2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως
3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση
4. μέσ. προσαναροῡμαι, -έομαι
αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν ἐλάσσω προσανείλοντο τοῡ προτέρου ὑπάρχοντος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναιρῶ «σηκώνω, καταστρέφω, χρησμοδοτώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”